Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ο δημοδιδάσκαλος

  • 1 учитель

    учитель м о δάσκαλος; ο δημοδιδάσκαλος (начальной школы) \учительница ж η δασκάλα, η διδασκάλισσα (начальной школы)
    * * *
    ο δάσκαλος; ο δημοδιδάσκαλος ( начальной школы)

    Русско-греческий словарь > учитель

  • 2 учитель

    учитель
    м ὁ (δι)δάσκαλος:
    народный \учитель ὁ δημοδιδάσκαλος· \учитель математики (греческого языка) ὁ δάσκαλος τῶν μαθηματικών (τής ἐλληνικής γλώσσας)· \учитель фехтования ὁ διδάσκαλος ξιφασκίας· \учитель му́зыки ὁ μουσικοδιδάσκαλος· \учитель та́нцев ὁ χοροδιδάσκαλος.

    Русско-новогреческий словарь > учитель

  • 3 народный

    επ., βρ: -ден, -дна, -дно.
    λαϊκός•

    -ые массы οι λαϊκές μάζες•

    -ое движние λαϊκό κίνημα•

    -ое хозяйство λαϊκή οικονομία•

    -ая власть λαϊκή εξουσία•

    -ая армия λαϊκός στρατός•

    народный фронт λαϊκό μέτωπο•

    -ая поэзия λαϊκή ποίηση•

    -ые песни λαϊκά τραγούδια•

    -ая школа δημοτικό σχολείο•

    народный учитель δημοδιδάσκαλος•

    -ое имущество λαϊκή περιουσία•

    страны -ой демократии οι χώρες τον λαϊκών δημοκρατιών.

    εκφρ.
    - ая воля – λαϊκή θέληση (μυστική πολιτική οργάνωση των ναρό-ντνικων)•
    - ая гребля – είδος κωπηλασίας.

    Большой русско-греческий словарь > народный

  • 4 учитель

    α., (πλθ. учителя), -ница, -ы θ.
    δάσκαλος, -άλα•

    народный учитель δημοδιδάσκαλος•

    учитель младших классов δάσκαλος δημοτικού σχολείου•

    учитель музыки μουσικοδιδάσκαλος•

    учитель танцев χοροδιδάσκαλος.

    || καθηγητής, -τρια•

    -математики καθηγητής μαθηματικών.

    || παραινέτης.

    Большой русско-греческий словарь > учитель

См. также в других словарях:

  • δημοδιδάσκαλος — ο (θηλ. δημοδιδασκάλισσα, η) (Α δημοδιδάσκαλος, ο) ο δάσκαλος τής δημοτικής εκπαιδεύσεως, ο εκπαιδευτικός που διδάσκει στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση αρχ. ο ιεροκήρυκας. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. δημοδιδάσκαλος και δημοδιδασκάλισσα μαρτυρούνται στην Εφημερίδα… …   Dictionary of Greek

  • δημοδιδάσκαλος — ο θηλ. δημοδιδασκάλισσα δάσκαλος της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, του δημοτικού σχολείου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δάσκαλος — και διδάσκαλος, ο (θηλ. δασκάλα και δασκάλισσα και διδασκάλισσα, η) (AM διδάσκαλος, ο, η) 1. όποιος έχει ως επάγγελμα να διδάσκει άλλους, κυρίως τις πρώτες, απαραίτητες γνώσεις 2. αυτός που διδάσκει και προκαλεί αλλαγές («ο πόλεμος... βίαιος… …   Dictionary of Greek

  • δήμος — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος, γιος του Πυριλάμπη που φημιζόταν για το κάλλος του. Για την ομορφιά του γίνεται λόγος στον Γοργία του Πλάτωνα και στον Αριστοφάνη. Το σπίτι του Πυριλάμπη και του Δ. ήταν γνωστό σε όλη την Ελλάδα για τα πτηνοτροφεία του,… …   Dictionary of Greek

  • δημοδιδασκάλισσα — η βλ. δημοδιδάσκαλος …   Dictionary of Greek

  • δημοδιδασκαλικός — ή, ό όποιος ανήκει ή αναφέρεται στον δημοδιδάσκαλο ή στους δημοδιδασκάλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < δημοδιδάσκαλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον Αρ. Σπαθάκη] …   Dictionary of Greek

  • Άουκρουστ, Όλαφ — (Olav Aukrust, 1883 – 1929). Νορβηγός ποιητής, δημοδιδάσκαλος και διευθυντής ανωτάτης λαϊκής σχολής. Στα ποιήματά του Ουράνιο Χάραμα (1916), Τοόρος Ελώμ (1926) και Χαραυγή (1930, μεταθανάτιο), υμνεί τη βόρεια φύση, σύμβολο μιας μυστικής… …   Dictionary of Greek

  • Γκλαντκόφ, Φιοντόρ Βασίλιεβιτς — (Fiodor Vasilyevich Gladkov,Τσερνιάβκα 1883 – Μόσχα 1958).Ρώσος συγγραφέας. Εργάστηκε ως δημοδιδάσκαλος. Παρουσιάστηκε νέος στη λογοτεχνία και πήρε μέρος στην επαναστατική κίνηση. Τα πρώτα έργα του, όπως Ο εξόριστος (1912), αναφέρονται σε αυτή… …   Dictionary of Greek

  • Ελίν Πελίν — (Elin Pelin, Μπαΐλοβο 1878 – Σόφια 1949). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Βούλγαρου συγγραφέα Ντιμίτρι Iβάνοφ (Dmitry Ivanof). Κύρια δραστηριότητά του υπήρξε η λογοτεχνία, ακόμα και όταν εργαζόταν ως δημοσιογράφος, δημοδιδάσκαλος, υπάλληλος της εθνικής …   Dictionary of Greek

  • Κρεάνγκα, Ιόν — (Ion Creanga, Ουμουλέστι Ρουμανίας 1837 – Ιάσιο 1889). Ρουμάνος συγγραφέας. Σπούδασε σε ιεροδιδασκαλείο, ενώ στη συνέχεια χειροτονήθηκε διάκονος και εγκαταστάθηκε στο Ιάσιο ως δημοδιδάσκαλος. Ωστόσο, η ιδιότροπη συμπεριφορά του στάθηκε η αιτία… …   Dictionary of Greek

  • Μακ Ντόναλντ, Τζέιμς Ράμσεϊ — (James Ramsay MacDonald, Λόσιμαουθ, Σκοτία 1866 – Ειρηνικός ωκεανός 1937). Βρετανός πολιτικός, πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας (1924, 1929 35). Γόνος εργατικής οικογένειας, εργάστηκε πρώτα ως δημοδιδάσκαλος και στη συνέχεια ως δημοσιογράφος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»